κλητικόν

κλητικόν
κλητικός
of
masc acc sg
κλητικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επίφθεγμα — το (Α ἐπίφθεγμα) [επιφθέγγομαι] νεοελλ. ειδικώς οι επιφωνηματικές εκφράσεις με τις οποίες ο άνθρωπος οδηγεί τα ζώα ή τά προσκαλεί κοντά του, π.χ. ψι ψι ψι, ντε ντε κ.λπ. αρχ. 1. επωδός, τσάκισμα («παιωνικὸν ἐπίφθεγμα», Αθήν.) 2. ό,τι λέγεται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”